κογχύλαι

κογχύλαι
κογχύλη
fem nom/voc pl
κογχύλᾱͅ , κογχύλη
fem dat sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Αμπελάς, Τιμολέων — (1850 – 1926). Δικαστικός και λογοτέχνης. Μεγάλωσε στη Σύρο και σπούδασε νομικά στην Αθήνα. Στη συνέχεια, μετά από μικρή παραμονή στη Σύρο, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και συνέχισε τη δικηγορική και λογοτεχνική του δραστηριότητα. Διετέλεσε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”